Αρχική 5 Πολιτισμός 5 Παραδοσιακά επαγγέλματα

Παραδοσιακά επαγγέλματα

Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Λέσβου αντανακλούν τις ιδιαίτερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν από τον 19ο  στον 20ο αι., σε ένα ιστορικό πλαίσιο συνεχών και σημαντικών αλλαγών. Παρά τις σπουδαίες επιδόσεις του νησιού σε ναυτιλία και εμπόριο, η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του συντέλεσε στη δημιουργία μιας σύνθετης κοινωνίας με οικονομική οργάνωση που περιλάμβανε δραστηριότητες όπως αγροτική καλλιέργεια, κτηνοτροφία και βιοτεχνική δραστηριότητα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα με την οικονομική ανάπτυξη, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών καθώς και άλλων παραγόντων αυξήθηκε παράλληλα η εξειδίκευση της παραγόμενης εργασίας. Έτσι πολλοί αστικοποιημένοι οικισμοί εξειδικεύτηκαν σε συγκεκριμένες βιοτεχνικές δραστηριότητες, τα προϊόντα των οποίων δεν εξυπηρετούσαν μόνο τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, αλλά προορίζονταν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας καθώς και στη Μικρά Ασία. Ακολουθούν ενδεικτικά παραδοσιακά επαγγέλματα της περιόδου από το 1850 μέχρι σήμερα που είτε διατηρήθηκαν αναλλοίωτα στον χρόνο είτε έχουν εκλείψει.

Αγγειοπλάστης

Η τέχνη του αγγειοπλάστη φαίνεται να μετρά ιστορία 5000 χρόνων, όπως μαρτυρούν ευρήματα από τον προϊστορικό οικισμό της Θερμής. Στο νησί είναι γνωστοί και ως «τσ(ου)καλάδες» ή «κ(ου)μαράδες», δηλαδή κατασκευαστές πήλινων αγγείων («κ’μαριών»). Η τέχνη κληρονομούνταν από πατέρα σε γιο άρα συνήθως αποτελούσε οικογενειακή υπόθεση. Τα κυριότερα κέντρα παραγωγής στο νησί ήταν και εξακολουθούν να είναι ο Μανταμάδος με την ευρύτερη περιφέρεια του (Ασπροπόταμος, Άγιος Στέφανος κ.ά.) και η Αγιάσος. Ωστόσο τον 18ο και 19ο αιώνα υπήρχαν και άλλα κέντρα κεραμικής, όπως τα χωριά της Γέρας (Παλαιόκηπος, Πέραμα κ. άλλα), όπου παράγονταν τα περίφημα “Γερα(γ)ώτικα” αγγεία, η Φίλια, αλλά και το Σκαλοχώρι, που τότε ονομαζόταν “Τσουκαλοχώρι” και είχε σημαντικό μουσουλμανικό πληθυσμό και μεγάλη παραγωγή πήλινων αγγείων. Κάθε τόπος εξειδικευόταν ως ένα βαθμό σε κάποια είδη αγγειοπλαστικής, ανάλογα με την τεχνογνωσία, την παράδοση και το είδος του πηλού που επεξεργαζόταν. Τσουκάλια για το μαγείρεμα, κούπες, φλιτζάνια, τέστα (πιάτα) για το τραπέζι. Κουμάρια και τσιροκούμαρα, λαγήνια, κουτρούβια (σκεύη για την αποθήκευση λαδιού ή τυριού, αλλά και για τη μεταφορά νερού), πιθάρια για το πολύτιμο λάδι, αλλά και κεραμίδια, τούβλα, θυμιατά (καπνιστήρια για τα μελίσσια), πήλινες φλογέρες και (ν)τουμπελέκια για τις στιγμές του γλεντιού. Συχνά με ζωγραφισμένα φυτικά μοτίβα και αναπαραστάσεις από την καθημερινή ζωή.

Ξυλογλύπτης

Η ξυλογλυπτική είχε αναπτυχθεί πολύ στη Λέσβο, ιδιαίτερα στον τομέα κατασκευής σεντουκιών. Τα σεντούκια ή κασέλες ήταν κατασκευασμένα από ντόπιο ξύλο και ήταν είτε ακόσμητα, είτε έφεραν ξυλόγλυπτη διακόσμηση με παραδοσιακά λαϊκά μοτίβα, όπως κυπαρίσσια, αετούς, λουλούδια στην πρόσθια όψη. Επίσης κατασκευάζονταν τραπεζαρίες σαλονιού, αναπαυτικές πολυθρόνες, σιφονιέρες για τις κρεβατοκάμαρες των νεονύμφων, πλουμάτους καθρέφτες για τις ευρύχωρες εισόδους των αρχοντικών. Λέσβιοι ξυλόγλυπτές φαίνεται ότι κατασκεύαζαν τέμπλα για τις εκκλησίες, αρχιερατικούς θρόνους ή σε περίτεχνους επιταφίους. Η τέχνη της ξυλογλυπτικής εξακολουθεί να υπάρχει και εντοπίζεται κυρίως στα χωριά Αγιάσο, Ασώματο και στην Εφταλού.

Βυρσοδέψης

Η τέχνη της βυρσοδεψίας ουσιαστικά αποτελεί την τέχνη κατεργασίας του δέρματος. Η βιοτεχνία της βυρσοδεψίας αναπτύχθηκε στο νησί της Λέσβου κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη λεσβιακά δέρματα ή δέρματα που εισάγονταν στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τη Νότιο Αμερική ή την Αφρική. Τα μεγαλύτερα βυρσοδεψία της Λέσβου ήταν στη πόλη της Μυτιλήνης, στη θέση Ταμπάκικα στο Βόρειο Λιμάνι, στο Πλωμάρι καθώς και στο Πέραμα της Γέρας, όπου στα τέλη του 19ου αιώνα χτίστηκε ένα από τα μεγαλύτερα βυρσοδεψία των Βαλκανίων. Τα βυρσοδεψεία χτίζονταν πάντα δίπλα στην θάλασσα όπου προμηθεύονταν νερό και αλάτι που ήταν απαραίτητα για την επεξεργασία του δέρματος. Το 1913 λειτουργούσαν στη Λέσβο 20 μεγάλα βυρσοδεψεία, τα οποία το 1921 μειώθηκαν σε 14. Η φθίνουσα πορεία συνεχίστηκε τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι το 1990, οπότε σταμάτησε να λειτουργεί και το τελευταίο μεγάλο βυρσοδεψείο στο Πέραμα της Γέρας.

Ελαιομυλωνάς

Η καλλιέργεια της ελιάς αποτελούσε και αποτελεί σημαντική δραστηριότητα στην αγροτική ζωή της Λέσβου. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, όπου η επεξεργασία ελαιόκαρπου για την παραγωγή λαδιού γινόταν στους ελαιόμυλους, που λειτουργούσαν είτε χειροκίνητα είτε με υποζύγια. Οι ελαιόμυλοι ανήκαν σε έναν ή περισσότερους ιδιοκτήτες και απασχολούσαν αρκετούς εργάτες. Το άλογο γύριζε με μάγγανο τα “βόλια” για την άλεση της ελιάς και την υπόλοιπη εργασία διεκπεραίωναν τα εργατικά χέρια, ενώ τα χειροκίνητα πιεστήρια δούλευαν με τη βοήθεια ενός αδραχτιού (κοχλία). Οι ελαιομυλωνάδες είχαν ισχυρές και πολυμελείς συντεχνίες στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Λέσβου. Μέχρι το 1912 οι Τούρκοι φορολογούσαν τους ελαιοπαραγωγούς σε είδος με το σύστημα της δεκάτης και η παραγωγή στους ελαιόμυλους ελέγχονταν από τον φοροελεγχτή (μαμούρη).  Τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία χτίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Η βιομηχανία του ατμού επέτρεπε την άλεση μεγαλύτερης ποσότητας ελαιόκαρπου, καθώς και την ταχύρρυθμη παραγωγή ελαιόλαδου πολύ καλής ποιότητας. Τα ελαιοτριβεία χτίστηκαν με κεφάλαια λέσβιων εμποροκτηματιών και γαιοκτημόνων και αποτελούσαν ιδιαίτερα προσοδοφόρες επιχειρήσεις. Από τη δεκαετία του 1920 άρχισαν να χτίζονται και πολλά συνεταιριστικά ελαιοτριβεία. Τα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία περιορίστηκαν πολύ τα μεταπολεμικά χρόνια, εξαιτίας της παρακμής της αγροτικής οικονομίας, ενώ από τη δεκαετία του 1970, τα εναπομείναντα ελαιοτριβεία άρχισαν να μετατρέπονται σε σύγχρονα ηλεκτροκίνητα και φυγοκεντρικά, που απασχολούν ελάχιστο εργατικό δυναμικό.

Καλαθοπλέκτης ή καλαθάς

Στη Λέσβο η τέχνη της καλαθοπλεκτικής είχε μεγάλη παράδοση στον Ασώματο και στη Γέρα , ενώ οικογένειες καλαθοπλεκτών υπήρχαν και σε άλλα χωριά του νησιού, όπως ο Σκουτάρος. Οι καλαθάδες έπλεκαν τα καλάθια από βέργες λυγαριάς, που φύτρωναν κοντά στα ποτάμια και τα ρυάκια. Τα είδη και τα μεγέθη των καλαθιών διαφοροποιούνταν ανάλογα με τη λειτουργία και τη χρήση τους. Υπήρχαν καλάθια για τις μεταφορές φρούτων, για το πλύσιμο των ρούχων καθώς και περίτεχνα λεπτοδουλεμένα καλάθια που τα χρησιμοποιούσαν σε εθιμικές τελετές. Βασικό εργαλείο του καλαθά αποτελούσε ο ξύλινος σχίστης, όπου έσχιζε τα καλάμια και ο κολαούζος για τη διάνοιξη της οπής όπου τοποθετούσε το χερούλι.

Μπαρμπέρης

Οι κουρείς ή αλλιώς μπαρμπέρηδες αναλάμβαναν αποκλειστικά το κούρεμα και το ξύρισμα των ανδρών. Συνήθως μάθαιναν την τέχνη δίπλα σε ένα παλιό κουρέα ως μαθητευόμενοι. Τον παρακολουθούσαν κατά τη διάρκεια της εργασίας του και στη συνέχεια εξασκούσαν την τέχνη τους σε φίλους ή συγγενείς μέχρι να τελειοποιηθούν. Το επάγγελμα του κουρέα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό κυρίως τη δεκαετία του 1960 όπου υπήρχαν στη Μυτιλήνη 45 περίπου κουρεία. Εκτός από το κατάστημα στο οποίο εξασκούσαν τη τέχνη τους ορισμένοι κουρείς εξυπηρετούσαν επί τόπου πελάτες στα καφενεία που σύχναζαν. Μέχρι τη δεκαετία του 1970 το επάγγελμα του κουρέα ήταν οργανωμένο σε δύο ισχυρά σωματεία των Κουρέων και των Καλφάδων ενώ από το 1975 δημιουργήθηκε ένα ενιαίο σωματείο, των Κουρέων – Κομμωτών.  Το επάγγελμα του κουρέα τείνει να εξαφανιστεί καθώς έχει αντικατασταθεί από τους κομμωτές και τις κομμώτριες.

Μουσικάντης

Στο νησί της Λέσβου τους μουσικούς τους αποκαλούσαν «μουσικάντες» ή «παιχνιδιάτορες» και τα μουσικά όργανα «παιχνίδια». Συνήθως έπαιζαν με διάφορα σχήματα όπως ζυγιές (νταούλι – ζουρνάς ή νταούλι – κλαρίνο) ή σε μεγαλύτερα συγκροτήματα που περιλάμβαναν βιολί, σαντούρι, πνευστά ή άλλα έγχορδα όργανα. Τα μουσικά συγκροτήματα αποτελούνταν συνήθως από μέλη της ίδιας οικογένειας και περιόδευαν στην ευρύτερη περιφέρεια τους, συμμετέχοντας σε γάμους, αρραβώνες, πανηγύρια και σε διασκεδάσεις στα καφενεία. Τα χωριά που διέθεταν πολυάριθμα μουσικά σχήματα και ήταν ιδιαίτερα γνωστά για τη μουσική τους παράδοση ήταν η Αγιάσος, η περιφέρεια Πλωμαρίου, ο Σκουτάρος, ο Μανταμάδος, η Κάπη, η Αγία Παρασκευή, ο Μεσότοπος και η περιφέρεια της Γέρας.

Μυλωνάς

Ο Μυλωνάς εργαζόταν στο μύλο του, μεγάλο κτίσμα, στη μέση του οποίου υπήρχαν δύο μεγάλες πλατιές πέτρες που εφάπτονταν μεταξύ τους και λειτουργούσαν είτε με τον αέρα είτε με το νερό και διέθεταν μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους. Σχεδόν σε όλα τα χωριά της Λέσβου υπήρχε ένας τουλάχιστον ανεμόμυλος, στα παράλια όπου φύσαγαν δυνατοί άνεμοι υπήρχαν ανεμόμυλοι ενώ στην ενδοχώρα κοντά σε ποτάμια ή ρεματιές υπήρχαν υδρόμυλοι. Οι μυλωνάδες σπάνια αμείβονταν με χρήμα, συνήθως παρακρατούσαν ποσοστό 5-10% του αλεσμένου αλευριού. Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα αλλά στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Ο μυλωνάς έχει αντικατασταθεί από μεγάλες βιομηχανίες, που κάνουν μαζικές παραγωγές. Πλήθος εγκαταλελειμμένων πλέον αλευρόμυλων μπορεί να θαυμάσει κανείς διάσπαρτους σε όλο το νησί. Ξεχωρίζει ο ανεμόμυλος στο Πέραμα Γέρας, οι υδρόμυλοι στην κοιλάδα της Λιγώνας και στους Κάτω Μύλους και ο εν ενεργεία αλευρόμυλος στο Λισβόρι.

Πελεκάνος

Πελεκάνος ονομάζεται ο τεχνίτης που πελεκούσε τις πέτρες χρησιμοποιώντας ειδικά σιδερένια εργαλεία προκειμένου να τις διαμορφώσει σε ορθογώνιους κύβους, κατάλληλους για την οικοδόμηση σπιτιών και εκκλησιών. Η τέχνη αυτή απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και δεξιοτεχνία. Οι πελεκάνοι επεξεργάζονταν τις πέτρες που εξορύσσονταν στη Λέσβο, με πιο γνωστή την ερυθρόχρωμη πέτρα των Μιστεγνών και σπανιότερα λίθους από τα λατομεία της Μικράς Ασίας.

Πεταλωτής

Οι πεταλωτές στο παρελθόν ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι είχε ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι καθώς εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της αγροτικής οικονομίας και των μεταφορών. Όλα μόνοπλα ζώα του νησιού έπρεπε να πεταλωθούν και μάλιστα ανά τακτά χρονικά διαστήματα καθώς η εντατική δουλειά και η ορεινή μορφολογία του εδάφους έφθειραν γρήγορα τα πέταλα. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.

Ρακοκαζανάδες

Αυτοί που παρήγαγαν το ρακί ή το ούζο ονομάζονταν Ρακοκαζανάδες ή ρακιτζήδες. Η ονομασία τους προέρχεται από τη χρήση χάλκινων καζανιών (αμβύκων) που χρησιμοποιούσαν στην απόσταξη. Οι αγρότες έφερναν στους ιδιοκτήτες των ρακοκάζανων τα στέμφυλα και αυτός τα έβραζε στο ρακοκάζανο για να εξάγει το “στεμφυλ(οιν)όπνευμα” (σούμα), το οποίο και παρέδιδε στους παραγωγούς μέσα σε πήλινες στάμνες. Η σούμα στη συνέχεια αναμιγνυόταν με το (γλυκ)άνισο για την παρασκευή της ρακής (ούζου), ενώ κάποιοι προσέθεταν σ’ αυτή και χιώτικη μαστίχα. Ιδιοκτήτες ρακοκάζανων υπήρχαν πολλοί σε κάθε κωμόπολη και χωριό της Λέσβου, όταν ακόμα ήταν διαδεδομένη η οικιακή παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών.

Υφάντρα

Η υφαντική αποτελούσε μια από τις πρωταρχικές γυναικείες ασχολίες και ήταν κυρίως οικιακή απασχόληση. Ο αργαλειός υπήρχε σε πολλά σπίτια και τα κορίτσια με την καθοδήγηση της μητέρας τους ύφαιναν όλα τα είδη της καθημερινής ενδυμασίας, εσώρουχα, μαξιλάρια, κλινοσκεπάσματα ακόμη και τα προικιά τους. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν για να υφάνουν ήταν το μαλλί προβάτου, το τοπικό βαμβάκι, το λινάρι ακόμη και το μετάξι το οποίο καλλιεργούνταν από τις ίδιες μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Η κατασκευή των νημάτων, το λανάρισμα, το γνέσιμο, το κλώσιμο, αλλά και η εργασία στον αργαλειό, απαιτούσαν πολύ χρόνο γι’ αυτό και οι περισσότερες γυναίκες, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές συνήθιζαν να ασχολούνται με την υφαντική την άνοιξη και το καλοκαίρι, όταν τελείωνε η απασχόλησή τους στο «μάζωμα» της ελιάς. Μέχρι σήμερα η παραδοσιακή υφαντική διασώζεται από παλιές έμπειρες υφάντρες σε πολλούς αγροτικούς οικισμούς της Λέσβου, όπως στην Αγιάσο, στον Ασώματο, στην Πηγή, στη Λαφιώνα, στην Άγρα και αλλού.

Τσαγκάρης

Παλιότερα ο τσαγκάρης εκτός από την ιδιότητα του να επιδιορθώνει τα χαλασμένα παπούτσια, τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή. Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ατέλειωτες  ώρες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του. Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι δεν είχαν τη πολυτέλεια να αγοράζουν παπούτσια κάθε φορά που χαλούσαν τα παλιά του. Έτσι λοιπόν τα πήγαιναν στον τσαγκάρη και τα διόρθωνε. Τα μπάλωνε αν κάπου είχαν σχιστεί, τα κολλούσε αν είχαν τρυπήσει, και έβαζε καινούργιες σόλες όταν είχαν φθαρεί οι παλιές. Σήμερα βέβαια αυτό το επάγγελμα πάει να χαθεί.